- ευδιακοσμητος
- εὐδιακόσμητοςεὐ-διᾰκόσμητος2легко приводимый в порядок
(πλατεῖα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πλατεῖα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδιακόσμητος — εὐδιακόσμητος, ον (Α) αυτός που εύκολα τακτοποιείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διακοσμώ] … Dictionary of Greek
εὐδιακόσμητον — εὐδιακόσμητος easy to arrange masc/fem acc sg εὐδιακόσμητος easy to arrange neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιακόσμητα — εὐδιακόσμητος easy to arrange neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)